- μαιευτήριο
- τοειδικό νοσοκομείο όπου γεννούν οι γυναίκες, μαιευτική κλινική.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μαιευτήριο — το νοσοκομείο ή κλινική όπου παρέχεται ιατρική συνδρομή και περίθαλψη στις γυναίκες για τον τοκετό και τα αμέσως επόμενα στάδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαιευτήρ. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στον Ν. Κωστή] … Dictionary of Greek
θερμοκοιτίδα — Συσκευή ικανή να διατηρεί σε ιδεώδες περιβάλλον τα πρόωρα νεογνά ή γενικά τα νεογνά που πρέπει να προφυλαχθούν ιδιαίτερα από τις μολύνσεις και τις μεταβολές της θερμοκρασίας του περιβάλλοντος. Πρόκειται για μικρούς θαλάμους με διαφανή τοιχώματα,… … Dictionary of Greek
Ανδριανάκος, Τρύφων — (Λεόντιο Νεμέας 1885 – Αθήνα 1966). Γιατρός. Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ειδικεύτηκε στη μαιευτική στο πανεπιστήμιο Βερολίνου. Διετέλεσε εσωτερικός γιατρός στο Δημόσιο Μαιευτήριο της Αθήνας, διευθυντής του γυναικολογικού τμήματος … Dictionary of Greek
Βενιζέλου, Έλενα — (Αγγλία 1875 – 1960).Δεύτερη σύζυγος του Ελευθέριου Βενιζέλου. Γεννήθηκε στην Αγγλία, αλλά καταγόταν από τη Χίο. Το πατρικό της επώνυμο ήταν Σκυλίτση. Παντρεύτηκαν στο Λονδίνο το 1921. Τόσο πριν από τον γάμο της όσο και μετά προσέφερε πολλά σε… … Dictionary of Greek
Χρυσοβελώνης — Επώνυμο οικογένειας από τη Χίο. Πολλά μέλη της έχουν να επιδείξουν σημαντική πατριωτική και άλλη δράση. 1. Γεώργιος (1756 1822). Γιατρός. Σπούδασε ιατρική στην Πίζα και εργάστηκε ως γιατρός στη Χίο, όπου μύησε πολλούς στη Φιλική Εταιρεία. Το 1802 … Dictionary of Greek